- ανίδρωτος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν ιδρώνει εύκολα, ακούραστος: Ήταν άνθρωπος ανίδρωτος.2. αυτός που αποχτιέται άκοπα: Μερικοί στο χωριό πίστευαν πως ο γιατρός κέρδιζε ανίδρωτα χρήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.